ξαναχτίζω

ξαναχτίζω
μετ. строить заново, перестраивать, восстанавливать что-л, развалившееся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξαναχτίζω" в других словарях:

  • ξαναχτίζω — και ξανακτίζω (Μ ξανακτίζω) κτίζω ξανά κάτι γκρεμισμένο, ανοικοδομώ νεοελλ. κάνω μια πόλη να ακμάσει ξανά …   Dictionary of Greek

  • αναδομώ — ( έω) (Μ ἀναδομῶ) ανοικοδομώ, ξαναχτίζω νεοελλ. ανασυγκροτώ, ανασυνθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δομῶ < δέμω. ΠΑΡ. μσν. ἀναδομή] …   Dictionary of Greek

  • ανακτίζω — (Α ἀνακτίζω) 1. χτίζω εκ νέου, ξαναχτίζω 2. αναδημιουργώ, επαναφέρω στη ζωή, αναγεννώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτίζω. ΠΑΡ. ἀνάκτισις ( η) μσν. ἀνακτιστής] …   Dictionary of Greek

  • αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 …   Dictionary of Greek

  • ανοικοδομώ — (AM ἀνοικοδομῶ, έω) 1. χτίζω, υψώνω, ανεγείρω 2. ξαναχτίζω, επισκευάζω, επανοικοδομώ αρχ. 1. φράζω κάτι χτίζοντας τοίχο 2. μέσ. εξυψώνομαι …   Dictionary of Greek

  • επανιδρύω — ιδρύω ξανά, στήνω πάλι, ξαναχτίζω, αναστηλώνω, επανασυνιστώ …   Dictionary of Greek

  • μετακάνω — και ματακάνω (Μ μετακά[μ]νω και ματακά[μ]νω) 1. κάνω κάτι εκ νέου, ξανακάνω 2. (ειδικά) ξαναχτίζω μσν. μεταβάλλω εκ νέου …   Dictionary of Greek

  • μετακτίζω — (ΑM) μσν. 1. ξαναχτίζω 2. οικίζω ξανά αρχ. μεταφέρω αποικία, μετοικίζω («Πισιδῶν οἰκισάντων καὶ μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον εὐερκέστατον», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • ξανακαινώνω — (Μ) 1. ανοικοδομώ, ξαναχτίζω 2. επιστρέφω κάτι στο ακέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + ἀνακαινώνω «ανακαινίζω, επισκευάζω», με απλολογία] …   Dictionary of Greek

  • πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… …   Dictionary of Greek

  • αναδομώ — ( είς, εί κτλ.), αναδόμησα, αναδομήθηκα, αναδομημένος, ξαναχτίζω, ανασχηματίζω, αναδιαρθρώνω, αναδιοργανώνω. Ουσ. αναδόμηση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»